πυθιάς

πυθιάς
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για να προδώσει την Οκταβία.
* * *
-άδος, ἡ, Α
1. (ιδιότυπος τ. θηλ. τού πύθιος) η σχετική με την Πυθία, με τα Πύθια ή με τον Πύθιο Απόλλωνα («Πυθιὰς νίκη», Πλάτ.)
2. ως ουσ. α) (ενν. ιέρεια) η Πυθία
β) (ενν. εορτή) οι πυθικοί αγώνες, τα Πύθια
γ) (ενν. νίκη) νίκη στους πυθικούς αγώνες
δ) (ενν. πομπή) ιερή αποστολή από την Αθήνα στους Δελφούς
ε) (ενν. οδός) ιερή οδός από τους Δελφούς στα Τέμπη
3. φρ. «Πυθιάς προφῆτις» — πρόσωπο τής τραγωδίας Ευμενίδες τού Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύθιος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Κρονι-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πυθιάς — Πῡθιάς , Πυθιάς to Apollo fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυθιάς — πῡθιάς , Πυθιάς to Apollo fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθίας — Πυθίᾱς , Πύθιος his temple fem acc pl Πυθίᾱς , Πύθιος his temple fem gen sg (attic doric aeolic) Πῡθίᾱς , Πυθία Pythia fem acc pl Πῡθίᾱς , Πυθία Pythia fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • Christos Negas — Χρήστος Νέγκας Born 1936 Zakynthos,   …   Wikipedia

  • Пифиада (жена Аристотеля) — У этого термина существуют и другие значения, см. Пифия. Пифиада (греч. Πυθιάς, Pūthias) приемная дочь Гермия Атарнейского, первая жена Аристотеля. Она, возможно, родилась в 381 году до н. э. и умерла в Афинах позже 326 года… …   Википедия

  • Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Τέμπη — I Κοιλάδα της βορειοανατολικής Θεσσαλίας. Σχηματίζεται στο σημείο, όπου ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την περιοχή μεταξύ των βουνών Όλυμπου και Όσσας. Έχει μήκος 7 8 χλμ. και σε ένα σημείο είναι στενή, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 40 μ. Τα Τ. έχουν …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”